προσσφετερίζομαι

προσσφετερίζομαι
Μ
σφετερίζομαι κάτι ακόμη («πολλὰ τῆς νέας Ἠπείρου προσεσφετερίσατο», Παχυμ. Γ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”